- συνεξιώμαι
- -άομαι, Αθεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek